- κακόδοξος
- -η, -ο (AM κακόδοξος, -ον)αυτός που έχει εσφαλμένες θρησκευτικές δοξασίες, ανορθόδοξοςαρχ.αυτός που έχει κακή φήμη, κακό όνομα.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -δοξος (< δόξα), πρβλ. ορθό-δοξος, ψευδό-δοξος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κακόδοξος — in ill repute masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδόξως — κακόδοξος in ill repute adverbial κακόδοξος in ill repute masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόδοξον — κακόδοξος in ill repute masc/fem acc sg κακόδοξος in ill repute neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδοξότερος — κακόδοξος in ill repute masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδόξοις — κακόδοξος in ill repute masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδόξου — κακόδοξος in ill repute masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδόξους — κακόδοξος in ill repute masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδόξων — κακόδοξος in ill repute masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακοδόξῳ — κακόδοξος in ill repute masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κακόδοξα — κακόδοξος in ill repute neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)